Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Νοτιόχωρα
      γενική των Νοτιοχώρων
    αιτιατική τα Νοτιόχωρα
     κλητική Νοτιόχωρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νοτιόχωρα < νότι(ος) + -ό- + -χωρο στον πληθυντικό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.tiˈo.xo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐τι‐ό‐χω‐ρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νοτιόχωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

άλλες περιοχές της Χίου:

  Μεταφράσεις επεξεργασία