Ναυσικάα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Ναυσῐκαᾱ- > Ναυσικᾶ | ||||
ονομαστική | ἡ | Ναυσικάᾱ | ||
γενική | τῆς | Ναυσικαᾱς | ||
δοτική | τῇ | Ναυσικάᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Ναυσικάᾱν | ||
κλητική ὦ! | Ναυσικάᾱ | |||
1η κλίση, ομάδα 'Ναυσικάα μνᾶ', Κατηγορία 'Ναυσικάα' όπως «Ναυσικάα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ναυσικάα < ναῦς με αβέβαιης ετυμολογίας το δεύτερο συνθετικό[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝαυσικάα θηλυκό ασυναίρετο
- (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα, η πριγκίπισσα των Φαιάκων, η Ναυσικά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 17 (Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr)
- Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο
- η Ναυσικά, η θυγατέρα του μεγαλόκαρδου Αλκίνοου
- Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο
- άλλες μορφές: Ναυσικᾶ (μεταγενέστρο (ελληνιστικό) το συνηρημένο)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 17 (Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Ναυσικά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Ναυσικάα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.