Ναυσικᾶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ναυσικαα- > Ναυσικᾶ | ||||||||
ονομαστική | ἡ | Ναυσικάᾱ > Ναυσικᾶ | ||||||
γενική | τῆς | Ναυσικάᾱς > Ναυσικᾶς | ||||||
δοτική | τῇ | Ναυσικάᾳ > Ναυσικᾷ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Ναυσικάᾱν > Ναυσικᾶν | ||||||
κλητική ὦ! | Ναυσικάᾱ > Ναυσικᾶ | |||||||
1η κλίση, ομάδα 'Ναυσικάα μνᾶ', Κατηγορία 'μνᾶ' όπως «μνᾶ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ναυσικᾶ: → δείτε τη λέξη Ναυσικάα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝαυσικᾶ θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του Ναυσικάα γυναικείο όνομα, (ελληνική μυθολογία)
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]
- Περὶ ὀνομάτων, §28 Περὶ θηλυκῶν ὀνομάτων @scaife.perseus
- τὰ δὲ ἐν τῇ τελευταίᾳ ϲυλλαβῇ ἔχοντα τὸν τόνον, πάντα μακρὸν ἔχει τὸ α, οἷον Ἀθηνᾶ, ἀργυρᾶ, ϲιδηρᾶ, φοβερά, πονηρά, Ναυϲικᾶ.
- Περὶ κλίσεως ὀνομάτων, 2.294 Περὶ τῶν εἰϲ ᾱ @scaife.perseus
- τὸ δὲ ᾱ μακρὸν οἶον Ἀθηνᾶ Ἀθηνᾶϲ (μακρὸν γὰρ ἔχει τὸ ᾱ), μνᾶ μνᾶϲ, Ναυϲικᾶ Ναυϲικᾶϲ, Ἀνδρομέδα Ἀνδρομέδαϲ, Λήδα Λήδαϲ […]
- Περὶ ὀνομάτων, §28 Περὶ θηλυκῶν ὀνομάτων @scaife.perseus
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]