Φαίακες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φαίακες < Φαίαξ (ο γενάρχης των Φαιάκων)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φαίακες αρσενικό στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός ναυτικός λαός που ζούσε ειρηνικά και ευτυχισμένα, ασχολούμενος με τις τέχνες και τον αθλητισμό, στο νησί Σχερία (σημερινή Κέρκυρα ή, ίσως, Βαλεαρίδες). Αναφέρονται στην Οδύσσεια του Ομήρου
Εκφράσεις επεξεργασία
- Το νησί των Φαιάκων η Κέρκυρα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Φαίαξ (στον ενικό & μυθολογικό πρόσωπο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Φαίακες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Φαίακες