Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μυρτέζα οι Μυρτέζες
      γενική της Μυρτέζας
    αιτιατική τη Μυρτέζα τις Μυρτέζες
     κλητική Μυρτέζα Μυρτέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μυρτέζα < αρβανίτικη [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miɾˈte.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυρ‐τέ‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μυρτέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αθηνά, (Εν Αθήναις: Επιστημονική Εταιρεία, 1938), σελ. 66