Μυρρινούσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μυρρινούσιος | οἱ | Μυρρινούσιοι |
γενική | τοῦ | Μυρρινουσίου | τῶν | Μυρρινουσίων |
δοτική | τῷ | Μυρρινουσίῳ | τοῖς | Μυρρινουσίοις |
αιτιατική | τὸν | Μυρρινούσιον | τοὺς | Μυρρινουσίους |
κλητική ὦ! | Μυρρινούσιε | Μυρρινούσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μυρρινουσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μυρρινουσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μυρρινούσιος < Μυρρινοῦς + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜυρρινούσιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Μυρρινούντος
Πηγές
επεξεργασία- Μυρρινούσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μυρρινούσιος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.