Μπραχαμιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπραχαμιώτης < Μπραχάμ(ι) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bɾa.xaˈmɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρα‐χα‐μιώ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜπραχαμιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπραχαμιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από το Μπραχάμι
Συγγενικά
επεξεργασία- μπραχαμιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Μπραχάμι
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπραχαμιώτης
|