Δείτε επίσης: Μπουγά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπούγα οι Μπούγες
      γενική της Μπούγας των Μπουγών
    αιτιατική την Μπούγα τις Μπούγες
     κλητική Μπούγα Μπούγες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μπούγα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbu.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπού‐γα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μπούγα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία