Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μπουρσαλίδης οι Μπουρσαλίδηδες
      γενική του Μπουρσαλίδη* των Μπουρσαλίδηδων
    αιτιατική τον Μπουρσαλίδη τους Μπουρσαλίδηδες
     κλητική Μπουρσαλίδη Μπουρσαλίδηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Μπουρσαλίδου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπουρσαλίδης < Μπουρσαλ(ής)[1] + -ίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπουρσαλίδης αρσενικό (θηλυκό Μπουρσαλίδη ή Μπουρσαλίδου)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πατριδωνυμικό, από την οθωμανική τουρκική, στην τουρκική γλώσσα Bursalı, αυτός που κατάγεται από την Προύσα.