Δείτε επίσης: μούλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μουλός οι Μουλοί
      γενική του Μουλού των Μουλών
    αιτιατική τον Μουλό τους Μουλούς
     κλητική Μουλέ Μουλοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μουλός < ιταλική mulo (νόθος) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μου‐λός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μουλός αρσενικό (θηλυκό Μουλού)

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.