mulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mulo | muloj |
αιτιατική | mulon | mulojn |
mulo (eo)
- το μουλάρι
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmulo (io)
- το μουλάρι
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmulo (it)
- το μουλάρι