Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μοσχούλα οι Μοσχούλες
      γενική της Μοσχούλας
    αιτιατική τη Μοσχούλα τις Μοσχούλες
     κλητική Μοσχούλα Μοσχούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοσχούλα < Μόσχ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοσχούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μόσχα