Μιχάλαινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μιχάλαινα | οι | Μιχάλαινες |
γενική | της | Μιχάλαινας | — | |
αιτιατική | τη | Μιχάλαινα | τις | Μιχάλαινες |
κλητική | Μιχάλαινα | Μιχάλαινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈxa.le.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μι‐χά‐λαι‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜιχάλαινα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) όνομα για τη σύζυγο του Μιχάλη
Παράγωγα
επεξεργασία- Μιχάλαινας (αρσενικό)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Μιχάλαινα < γενική ενικού του αρσενικού Μιχάλαινας < γυναικείο όνομα Μιχάλαινα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜιχάλαινα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μιχάλαινας