Μεξικανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μεξικανός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεξικανός αρσενικό (θηλυκό Μεξικανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Μεξικό ή έχει μεξικανική υπηκοότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Μεξικάνος (οικείο), Μεξικάνα (θηλυκό)
- μεξικανικός
- → και δείτε τη λέξη Μεξικό