Δείτε επίσης: μαυρομάτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαυρομάτα οι Μαυρομάτες
      γενική της Μαυρομάτας
    αιτιατική τη Μαυρομάτα τις Μαυρομάτες
     κλητική Μαυρομάτα Μαυρομάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαυρομάτα < μαυρομάτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαυ‐ρο‐μά‐τα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαυρομάτα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία