Μαντούδιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Μαντούδιον | ||||||
γενική | τοῦ | Μαντουδίου | ||||||
δοτική | τῷ | Μαντουδίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Μαντούδιον | ||||||
κλητική ὦ! | Μαντούδιον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαντούδιον < → δείτε τη λέξη Μαντούδι
Συγγενικά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /manˈdu.ði.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ντού‐δι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαντούδιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό