Μανσόλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μανσόλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /manˈso.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαν‐σό‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μανσόλας αρσενικό (θηλυκό Μανσόλα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δρόσος Μανσόλας στη Βικιπαίδεια (1779 ή 1789-1860), επαναστάτης και πολιτικός