Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μανσόλας οι Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίοι
      γενική του Μανσόλα των
Μανσόληδων
Μανσολαίων
    αιτιατική τον Μανσόλα τους Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίους
     κλητική Μανσόλα Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μανσόλας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /manˈso.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαν‐σό‐λας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μανσόλας αρσενικό (θηλυκό Μανσόλα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία