Μανσόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μανσόλα < γενική ενικού του αρσενικού Μανσόλας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /manˈso.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαν‐σό‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μανσόλα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Μανσόλα αρσενικό