Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μανδραπήλιας οι Μανδραπήλιες
Μανδραπηλιέηδες
      γενική του Μανδραπήλια των
Μανδραπηλιέηδων
    αιτιατική τον Μανδραπήλια τους Μανδραπήλιες
Μανδραπηλιέηδες
     κλητική Μανδραπήλια Μανδραπήλιες
Μανδραπηλιέηδες
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη.
Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -ι-αίοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Πετρούνιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μανδραπήλιας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /man.ðɾaˈpi.ʎas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαν‐δρα‐πή‐λιας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μανδραπήλιας αρσενικό (θηλυκό Μανδραπήλια)

Μεταγραφές επεξεργασία