Μανάγουλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μανάγουλη | ||
γενική | της | Μανάγουλης | ||
αιτιατική | τη | Μανάγουλη | ||
κλητική | Μανάγουλη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μανάγουλη < μάνα + γούλιασμα (η λάσπη που εναποτίθεται με την υπερχείλιση ποταμού)[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈna.ɣu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νά‐γου‐λη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μανάγουλη θηλυκό, μόνο στον ενικό