Μακρονησιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μακρονησιώτης < Μακρόνησ(ος) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.niˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐κρο‐νη‐σιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μακρονησιώτης αρσενικό (θηλυκό Μακρονησιώτισσα)
- άτομο το οποίο ήταν εξόριστο στα στρατόπεδα της Μακρονήσου κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μακρονησιώτης
|