Μαδυτινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαδυτινός < Μάδυτος + -ινός < αρχαία ελληνική Μάδυτος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαδυτινός αρσενικό (θηλυκό Μαδυτινή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Μαδύτου ή ο καταγόμενος απ’ αυτή
- ※ Μάλιστα μετακληθέντες Μαδυτιανοί μαστόροι από την Πόλη στην Άγκυρα , υπό την προστασία του Μουσταφά Κεμάλ έχτισαν το μέγαρο της πρώτης βουλής του Τούρκικου κράτους. (*)
Άλλες μορφές επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Μάδυτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαδυτινός
|