Μαϋτιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαϋτιανός < τουρκική Mayto < αρχαία ελληνική Μάδυτος (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαϋτιανός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του Μαδυτινός
- ※ Είμαστε μια χορευτική ομάδα που πάμε να δώσουμε μια παράσταση με ζεϊμπέκικους χορούς μπροστά στους συμπατριώτες μας Μαϋτιανούς της Αττικής. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Μάδυτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαϋτιανός
|