Μαγδεβούργο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαγδεβούργο | τα | Μαγδεβούργα |
γενική | του | Μαγδεβούργου | των | Μαγδεβούργων |
αιτιατική | το | Μαγδεβούργο | τα | Μαγδεβούργα |
κλητική | Μαγδεβούργο | Μαγδεβούργα | ||
Συνήθως στον ενικό/ | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαγδεβούργο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Magdeburg + -ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαγδεβούργο ουδέτερο