Δείτε επίσης: Μαρώ
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μάρω
      γενική της Μάρως
    αιτιατική τη Μάρω
     κλητική Μάρω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μάρω < Μαρ(ία) + με επέκταση χρήσης και σε σύνθετα του Μαρία ή παρώνυμα με [mar]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μά‐ρω

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μάρω θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό για ονόματα όπως Μαρία, Μαριάνθη, Μαρίκα ή υποκοριστικό του Μαρουλιώ κ.ο.κ.
  2. (όνομα ζώου) τυπικό όνομα για αλεπού (όπως σε παραμύθια και παιδικά τραγούδια), συνήθως ως κυρα-Μάρω
    γραφές: κυρα-Μάρω, κυρά Μάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Μαρία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία