↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λυκῖνος οἱ Λυκῖνοι
      γενική τοῦ Λυκίνου τῶν Λυκίνων
      δοτική τῷ Λυκίν τοῖς Λυκίνοις
    αιτιατική τὸν Λυκῖνον τοὺς Λυκίνους
     κλητική ! Λυκῖνε Λυκῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυκίνω
γεν-δοτ τοῖν  Λυκίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυκῖνος, ήδη στον Αριστοφάνη < λύκ(ος) + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λυκῖνος, -ου αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδο-Δημοσθένης, Πρὸς Πολυκλέα περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, 53 @scaife.perseus
    καὶ οὔτε ὁ Λυκῖνος, ᾧ προσέταξεν ὁ Τιμόμαχος, ἐδίδου τοῖς ναύταις σιτηρέσιον (οὐ γὰρ ἔφη ἔχειν, ἀλλʼ ἐκ Μυτιλήνης λήψεσθαι), οἵ τε στρατιῶται εἶχον οὐδὲν ὅτου ἂν ἐπεσιτίσαντο, ἄσιτοι δὲ οὐκ ἂν ἐδύναντο ἐλαύνειν,
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 62
    Ἧκον οἱ τῆς κρίσεως χρόνοι· κατηγόρει μὲν Λυκῖνος ὁ γραψάμενος, ἀπελογεῖτο δὲ Φιλοκράτης, συναπελογεῖτο δὲ Δημοσθένης· ἀπέφυγε Φιλοκράτης.
    Είχε φτάσει η ημέρα για τη δίκη· κατήγορος ο Λυκίνος, που έκανε και την καταγγελία· κατηγορούμενος ο Φιλοκράτης, συνήγορος υπεράσπισης ο Δημοσθένης. Ο Φιλοκράτης αθωώθηκε.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr