Λουξεμβουργιανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λουξεμβουργιανή < Λουξεμβουργιαν(ός) + -ή ([-ιανή]])
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛουξεμβουργιανή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λουξεμβουργιανός
Λουξεμβουργιανή