Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουμπαρδιάρης οι Λουμπαρδιάρηδες
      γενική του Λουμπαρδιάρη των Λουμπαρδιάρηδων
    αιτιατική τον Λουμπαρδιάρη τους Λουμπαρδιάρηδες
     κλητική Λουμπαρδιάρη Λουμπαρδιάρηδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λουμπαρδιάρης < λουμπάρδ(α) + -ιάρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lum.baɾˈðʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λου‐μπαρ‐διά‐ρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λουμπαρδιάρης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία