Λιόσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λιόσια | ||
γενική | των | Λιοσίων | ||
αιτιατική | τα | Λιόσια | ||
κλητική | Λιόσια | |||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λιόσια < Λιόσα (< αρβανίτικη Losha [ως ελλ. επώνυμο Λιώσας, αλλά και Loshi [ως ελλ. επώνυμο Λιόσης). Όνομα αρβανίτικης φάρας στρατιωτών, στην οποία δόθηκαν κτήματα για εγκατάσταση στην περιοχή. Η ονομασία Λιόσα ως τοπωνύμιο φέρεται να επικρατεί από τα τέλη του 14ου αιώνα.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʎo.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιό‐σια
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λιόσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Λιόσα (λαϊκή, προφορική, μάλλον παρωχημένη)
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Λιόσια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. «Λιόσα», στο: Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ³2006, ISBN 960-214445-9), σ. 62.