Λινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λινός | οι | Λινοί |
γενική | του | Λινού | των | Λινών |
αιτιατική | τον | Λινό | τους | Λινούς |
κλητική | Λινέ | Λινοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λινός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛινός αρσενικό (θηλυκό Λινού)