Δείτε επίσης: λιβαδιώτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λιβαδιώτης οι Λιβαδιώτες
      γενική του Λιβαδιώτη των Λιβαδιωτών
    αιτιατική τον Λιβαδιώτη τους Λιβαδιώτες
     κλητική Λιβαδιώτη Λιβαδιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λιβαδιώτης < τοπωνύμιο Λιβάδ(ι) ή Λιβάδ(ια) + -ιώτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.vaˈðʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐βα‐διώ‐της

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιβαδιώτης αρσενικό (θηλυκό Λιβαδιώτισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία