Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Λιανιάνικα
      γενική των Λιανιάνικων
    αιτιατική τα Λιανιάνικα
     κλητική Λιανιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιανιάνικα < από το επώνυμο του πρώτου οικιστή Λιανός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʎaˈɲa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λια‐νιά‐νι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λιανιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία