Λιανιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λιανιάνικα | ||
γενική | των | Λιανιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Λιανιάνικα | ||
κλητική | Λιανιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʎaˈɲa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λια‐νιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛιανιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Λιανιάνικα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1950), Αθήνα, σελ. 177