↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λιάπης οι Λιάπηδες
      γενική του Λιάπη των Λιάπηδων
    αιτιατική τον Λιάπη τους Λιάπηδες
     κλητική Λιάπη Λιάπηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʎa.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιά‐πης

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Λιάπης < αλβανική Lap[1] / Lab[2]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιάπης αρσενικό (θηλυκό Λιάπισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Λιάπης < πατριδωνυμικό Λιάπης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιάπης αρσενικό (θηλυκό Λιάπη)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Stuart Mann, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, τ. αʹ (A–M), σελ. 232, λήμμα Lab.
  2. «Kάτοικος της Λαβερίας. Αναδρομικός σχηματισμός βασισμένος στο Labëri, δανεισμένος από μη επιβεβαιωμένο νότιο σλαβικό *labanьја < *olbanьja που αποδίδει το εγγενές προαλβανικό όνομα της χώρας: Αλβανία» (lab m, pl. labë, lebër ~ lebën 'Lab, inhabitant of Laberia'. Back-formation based on Labëri 'Laberia' borrowed from an unattested South Slavic *labanьја < *olbanьja rendering the native pre-Albanian name of the country: Albania, Ἀλβανία. ◊ DESNICKAJA VÈI 194 (directly from ancient *arb-/*alb-); ÇABEJ St. VII 193.)». Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, σελ. 208–209, λήμμα lab.