πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λευκονοιεύς οἱ Λευκονοιεῖς - Λευκονοιῆς*
      γενική τοῦ Λευκονοιέως
& Λευκονοιῶς
τῶν Λευκονοιέων
& Λευκονοιῶν
      δοτική τῷ Λευκονοιεῖ τοῖς Λευκονοιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Λευκονοιέ
& Λευκονοι
τοὺς Λευκονοιέᾱς
& Λευκονοιᾶς
     κλητική ! Λευκονοιεῦ Λευκονοιεῖς - Λευκονοιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λευκονοι1 ή Λευκονοιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Λευκονοιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λευκονοιεύς < Λευκόνοιον (Λευκονόη) + -εύς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λευκονοιεύς αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία