Λεονταρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λεονταρόπουλος | οι | Λεονταρόπουλοι & Λεονταροπουλαίοι1 |
γενική | του | Λεονταρόπουλου & Λεονταροπούλου |
των | Λεονταρόπουλων2 & Λεονταροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Λεονταρόπουλο | τους | Λεονταρόπουλους3 & Λεονταροπουλαίους |
κλητική | Λεονταρόπουλε | Λεονταρόπουλοι & Λεονταροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Λεονταροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Λεονταροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λεονταρόπουλος : (πλήρως) εξελληνισμένη μορφή του τουρκικής προέλευσης επωνύμου Ασλάνογλου / Ασλανίδης·[1] → πρβ. Λεοντόπουλος. Μορφολογικά αναλύεται σε Λεοντάρ(ης) + -όπουλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεονταρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Λεονταροπούλου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 138.