Λειμώνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λειμώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prairial (λειμώνιος, του λειωμώνα)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λειμώνιος αρσενικό (καθαρεύουσα)
- (μήνας, παρωχημένο, ιστορία, Γαλλία) ο μήνας Πρεριάλ / Πραιριάλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λειμώνιος
|