Δείτε επίσης: λειμώνιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λειμώνιος οι Λειμώνιοι
      γενική του Λειμωνίου των Λειμωνίων
    αιτιατική τον Λειμώνιο τους Λειμωνίους
     κλητική Λειμώνιε Λειμώνιοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λειμώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prairial (λειμώνιος, του λειωμώνα)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λειμώνιος αρσενικό (καθαρεύουσα)

  • (μήνας, παρωχημένο, ιστορία, Γαλλία) ο μήνας Πρεριάλ / Πραιριάλ
    ※  την εφαρμογήν των νόμων του έτους IV και της 27 του μηνός Λειμωνίου του έτους X
    Γκιλερμέ [Georges Guilhermet], Το εγκληματικό περιβάλλον, μετάφραση από τα γαλλικά: Ε.Ε. Φωτάκης. Αθήνα: Ελευθερουδάκης, 1931, σ. 79

  Μεταφράσεις επεξεργασία