Λέτσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λέτσος < λέτσος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λέ‐τσος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λέτσος αρσενικό (θηλυκό Λέτσου)
Δείτε επίσης : Λέτσας, λέτσος |
Λέτσος αρσενικό (θηλυκό Λέτσου)