Κόμτσιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κόμτσιας | οι | Κόμτσιες & Κομτσέηδες |
γενική | του | Κόμτσια | των | — Κομτσέηδων |
αιτιατική | τον | Κόμτσια | τους | Κόμτσιες & Κομτσέηδες |
κλητική | Κόμτσια | Κόμτσιες & Κομτσέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κούγιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κόμτσιας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkom.t͡sças/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κόμ‐τσιας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚόμτσιας αρσενικό (θηλυκό Κόμτσια)