↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κωπαιεύς οἱ Κωπαιεῖς - Κωπαιῆς*
      γενική τοῦ Κωπαιέως τῶν Κωπαιέων
      δοτική τῷ Κωπαιεῖ τοῖς Κωπαιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Κωπαιέ τοὺς Κωπαιέᾱς
     κλητική ! Κωπαιεῦ Κωπαιεῖς - Κωπαιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κωπαι1 ή Κωπαιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Κωπαιέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κωπαιεύς < Κῶπαι + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κωπαιεύς αρσενικό