Κυριακόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κυριακόπουλος | οι | Κυριακόπουλοι & Κυριακοπουλαίοι1 |
γενική | του | Κυριακόπουλου & Κυριακοπούλου |
των | Κυριακόπουλων2 & Κυριακοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Κυριακόπουλο | τους | Κυριακόπουλους3 & Κυριακοπουλαίους |
κλητική | Κυριακόπουλε | Κυριακόπουλοι & Κυριακοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Κυριακοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Κυριακοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυριακόπουλος < Κυριάκ(ος) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ɾʝaˈko.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐ρια‐κό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυριακόπουλος αρσενικό (θηλυκό Κυριακοπούλου)