Κριωεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κριωεύς | οἱ | Κριωεῖς - Κριωῆς* |
γενική | τοῦ | Κριωέως & Κριωῶς |
τῶν | Κριωέων & Κριωῶν |
δοτική | τῷ | Κριωεῖ | τοῖς | Κριωεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κριωέᾱ & Κριωᾶ |
τοὺς | Κριωέᾱς & Κριωᾶς |
κλητική ὦ! | Κριωεῦ | Κριωεῖς - Κριωῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κριωῆ1 ή Κριωεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κριωέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΚριωεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου της Κριώας
Πηγές
επεξεργασία- Κριωεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.