ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κρισπῖνος οἱ Κρισπῖνοι
      γενική τοῦ Κρισπίνου τῶν Κρισπίνων
      δοτική τῷ Κρισπίν τοῖς Κρισπίνοις
    αιτιατική τὸν Κρισπῖνον τοὺς Κρισπίνους
     κλητική ! Κρισπῖνε Κρισπῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κρισπίνω
γεν-δοτ τοῖν  Κρισπίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κρισπῖνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Crispinus

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρισπῖνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)