Κούτουρλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κούτουρλα | ||
γενική | των | Κούτουρλων | ||
αιτιατική | τα | Κούτουρλα | ||
κλητική | Κούτουρλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κούτουρλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈku.tuɾ.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κού‐τουρ‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚούτουρλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό