Κουκακιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.kaˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κα‐κιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουκακιώτης αρσενικό (θηλυκό Κουκακιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Κουκάκι
- ※ Ο Ανδρέας είναι γέννημα θρέμμα Κουκακιώτης κι όπως λέει: «Μία φορά Κουκακιώτης για πάντα Κουκακιώτης». (Ιωάννα Χρονοπούλου, Τι σημαίνει να ζεις στο Κουκάκι σήμερα, vice.com, 15 Ιανουαρίου 2016)
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Κουκάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κουκακιώτης
|