Κουβανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουβανός | οι | Κουβανοί |
γενική | του | Κουβανού | των | Κουβανών |
αιτιατική | τον | Κουβανό | τους | Κουβανούς |
κλητική | Κουβανέ | Κουβανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κουβανός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουβανός αρσενικό (θηλυκό Κουβανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Κούβα ή έχει κουβανική υπηκοότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
- Κουβανέζος (οικείο)
Συγγενικά επεξεργασία
- Κουβανέζα
- κουβανέζικος
- κουβανικός
- → και δείτε τη λέξη Κούβα