Κουβέλλες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Κουβέλλες | ||
γενική | των | Κουβελλών | ||
αιτιατική | τις | Κουβέλλες | ||
κλητική | Κουβέλλες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουβέλλες < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈve.les/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐βέλ‐λες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουβέλλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό