Κοσταρικανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοσταρικανός < Κόστα Ρίκα + -ανός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοσταρικανός αρσενικό (θηλυκό Κοσταρικανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Κόστα Ρίκα ή έχει κοσταρικανή υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κοσταρικανός
|