Κορρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κορρές < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή כורש (kóresh) (το όνομα Κύρος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚορρές αρσενικό (θηλυκό Κορρέ)