Κονιστριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κονιστριώτης < Κονίστρ(ες) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ni.stɾiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐νι‐στρι‐ώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚονιστριώτης αρσενικό (θηλυκό Κονιστριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τις Κονίστρες ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Κονίστρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κονιστριώτης
|