Κονίσπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κονίσπολη | οι | Κονισπόλεις |
γενική | της | Κονίσπολης* | των | Κονισπόλεων |
αιτιατική | την | Κονίσπολη | τις | Κονισπόλεις |
κλητική | Κονίσπολη | Κονισπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Κονισπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κονίσπολη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κονίσπολη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κονίσπολη στη Βικιπαίδεια